Το ποσοστό των μελών των διοικητικών συμβουλίων και των ανώτατων στελεχών που εκτιμούν ότι η πανδημία ενίσχυσε τις προσδοκίες των καταναλωτών, των εργαζόμενων, των κυβερνήσεων και της ευρύτερης κοινωνίας, ότι οι επιχειρήσεις θα τεθούν επικεφαλής της προσπάθειας για θετικό κοινωνικό αντίκτυπο, περιβαλλοντική βιωσιμότητα και ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς, έχει αυξηθεί σημαντικά, από 66% σε 84%. Αυτό προκύπτει από την ετήσια παγκόσμια έρευνα της EY, Long-Term Value and Corporate Governance Survey.
Ωστόσο, παρατηρείται, επίσης, μια αύξηση – από 28% σε 43% – των ερωτηθέντων που διαπιστώνουν έλλειψη επαρκούς δέσμευσης από τα διοικητικά συμβούλια, για λήψη αποφάσεων που ενσωματώνουν πλήρως κριτήρια ESG που θα δημιουργούσαν μακροπρόθεσμη αξία. Το 55% αναφέρουν ότι υπάρχει σημαντική διάσταση απόψεων μεταξύ των ηγετικών στελεχών των επιχειρήσεων, σχετικά με τον τρόπο εξισορρόπησης των βραχυπρόθεσμων προβληματισμών με τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις και τη βιώσιμη ανάπτυξη. Το ποσοστό αυτό, εκτινάσσεται στο 68% στους προέδρους και στα μη εκτελεστικά μέλη των διοικητικών συμβουλίων.
Η έρευνα, στην οποία συμμετείχαν 200 υψηλόβαθμα διοικητικά στελέχη από 15 ευρωπαϊκές χώρες και 25 κλάδους, διαπίστωσε μια απόκλιση μεταξύ, αφενός, των πλεονεκτημάτων της εταιρικής στρατηγικής ESG για μακροπρόθεσμη ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς και, αφετέρου, της προθυμίας των ηγετών να την υποστηρίξουν μέσω της εταιρικής διακυβέρνησης. Το 66% των ηγετικών στελεχών θεωρούν, πρώτον, τη μακροπρόθεσμη αξία μέσω νέων προϊόντων και υπηρεσιών για θέματα ESG και, δεύτερον, την ανθεκτικότητα στους κινδύνους ESG, ως τα δύο κορυφαία πλεονεκτήματα της ενσωμάτωσης κριτηρίων ESG στην εταιρική τους στρατηγική. Παράλληλα, το 83% δήλωσαν ότι επιθυμούν την καθιέρωση υποχρεωτικών εταιρικών αναφορών για τις επιδόσεις σε θέματα περιβάλλοντος, κοινωνίας και διακυβέρνησης, με βάση διεθνή πρότυπα.
Η πλειονότητα (82%) των ερωτηθέντων πιστεύουν ότι οι οργανισμοί τους έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο στην εφαρμογή των ελέγχων και των συστημάτων διαχείρισης κινδύνου, που απαιτούνται για την αντιμετώπιση σημαντικών κινδύνων ESG. Σύμφωνα με τα στελέχη που συμμετείχαν στην έρευνα, οι δύο κορυφαίες προκλήσεις που εμποδίζουν τις επιχειρήσεις να ανταποκριθούν στα θέματα ESG είναι, εξωτερικά, η βραχυπρόθεσμη οικονομική αβεβαιότητα (85%) και, εσωτερικά, η έλλειψη δέσμευσης από τα διοικητικά συμβούλια (43%).
Η ανάλυση της EY διαπιστώνει ότι, εάν οι επιχειρήσεις θέλουν να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες που προκύπτουν από τη διαχείριση των θεμάτων ESG, τα διοικητικά συμβούλια πρέπει να ενισχύσουν τη διακυβέρνησή τους με ένα νέο μοντέλο γύρω από τη λειτουργία, τη σύνθεση και τις δεξιότητες των μελών τους, καινοτόμες προσεγγίσεις ανταμοιβής και αμοιβών, καθώς και αποτελεσματικές αναφορές ESG, σε συνδυασμό με δέσμευση από την πλευρά των επενδυτών.
Σχολιάζοντας τα ευρήματα της έρευνας, ο κος Παναγιώτης Παπάζογλου, Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΥ Ελλάδος, δήλωσε: «Η πανδημία έχει ενισχύσει σημαντικά τις προσδοκίες της κοινωνίας, των καταναλωτών, των εργαζόμενων, αλλά και των επενδυτών, για την προώθηση των θεμάτων που συνδέονται με το περιβάλλον, την κοινωνία και τη διακυβέρνηση. Οι επιχειρήσεις προσπαθούν ενεργά να ανταποκριθούν σε αυτές τις προσδοκίες, όπως φάνηκε από την εμπλοκή τους στον διάλογο που αναπτύχθηκε γύρω από τη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή στη Γλασκώβη, πέρυσι. Το ζητούμενο σήμερα είναι η μεγαλύτερη ευθυγράμμιση μεταξύ των διευθυντικών στελεχών – που αφουγκράζονται καλύτερα τις μακροπρόθεσμες ανησυχίες των καταναλωτών, των πελατών και των άλλων ενδιαφερομένων μερών – και των διοικητικών συμβουλίων, που εστιάζουν περισσότερο στις βραχυπρόθεσμες ανάγκες των μετόχων. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από νέες προσεγγίσεις εταιρικής διακυβέρνησης και την καθιέρωση αναφορών ESG με βάση διεθνή πρότυπα, για μετρήσιμα, διάφανα και αξιόπιστα αποτελέσματα».
Πηγή άρθρου και εικόνας: Δελτίο Τύπου/Newsletter