- • Το 74% των θεσμικών επενδυτών είναι πλέον πιο πιθανό να αποεπενδύσουν από εταιρείες με μη ικανοποιητικές επιδόσεις σε θέματα περιβαλλοντικά, κοινωνικά και διακυβέρνησης (ESG), από ότι πριν την πανδημία του COVID-19
- • Η συντριπτική πλειοψηφία (90%) δηλώνουν ότι πλέον δίνουν μεγαλύτερη προσοχή στις επιδόσεις ESG των επιχειρήσεων, στη διαδικασία λήψης επενδυτικών αποφάσεων
- • Ένας αυξανόμενος αριθμός επενδυτών διατηρούν αμφιβολίες για την ποιότητα και τη σαφήνεια των πληροφοριών ESG που δημοσιοποιούν οι επιχειρήσεις
Σύμφωνα με την έκτη παγκόσμια Έρευνα Θεσμικών Επενδυτών της ΕΥ (Sixth global Institutional Investor Survey, November 2021), η οποία περιλαμβάνει τις απόψεις 320 θεσμικών επενδυτών από 19 χώρες, το 90% των ερωτηθέντων δηλώνουν ότι αποδίδουν πλέον μεγαλύτερη σημασία σε κριτήρια ESG κατά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων, από ό,τι πριν από την πανδημία του COVID-19. Παράλληλα, το 74% είναι πλέον πιο πιθανό να αποεπενδύσουν από επιχειρήσεις με μη ικανοποιητικές ESG επιδόσεις, ενώ το 92% υποστηρίζουν ότι έχουν λάβει αποφάσεις τους τελευταίους 12 μήνες με κριτήριο τα πιθανά οφέλη μιας «πράσινης ανάκαμψης». Ωστόσο, οι επενδυτές εξακολουθούν να απαιτούν βελτιωμένες δημοσιοποιήσεις ESG και πιο συγκεκριμένα σχέδια δράσης από τις επιχειρήσεις.
Υπάρχουν, επίσης, σαφείς προθέσεις από την πλειοψηφία των επενδυτών, να εξετάσουν στο μέλλον πιο προσεκτικά τους κινδύνους που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή και σχετίζονται με τα επενδυτικά τους χαρτοφυλάκια και στόχους. Συγκεκριμένα, περισσότεροι από τα τρία τέταρτα (77%) των ερωτηθέντων αναφέρουν ότι τα επόμενα δύο χρόνια σχεδιάζουν να εντείνουν την ανάλυση των φυσικών κινδύνων – τον αντίκτυπο, δηλαδή, των φυσικών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, στην ικανότητα μιας επιχείρησης να παρέχει απρόσκοπτα τα προϊόντα της και τις υπηρεσίες της, ενώ το 80% είναι πρόθυμοι να κάνουν περισσότερα για να αξιολογήσουν τους κινδύνους μετάβασης – δηλαδή τις επιπτώσεις από την αγορά, που μπορεί να προκύψουν από τη μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα. Τα ποσοστά αυτά είναι αυξημένα σε σχέση με το 2020, που ήταν στο 73% και 71% αντίστοιχα.
Σε ό,τι αφορά τα κριτήρια αξιολόγησης των επιχειρήσεων με βάση το κατά πόσο είναι σε θέση να πετύχουν τους ESG στόχους τους, η έρευνα αναδεικνύει ότι οι θεσμικοί επενδυτές προτού λάβουν επενδυτικές αποφάσεις, μεταξύ άλλων, εξετάζουν: εάν υπάρχει στέλεχος υπεύθυνο για θέματα ESG (Chief Sustainability Officer), το οποίο να αναφέρεται και να συνεργάζεται απευθείας με τον Διευθύνοντα Σύμβουλο και τη διοικητική ομάδα (53%), εάν η οργανωτική κουλτούρα της εταιρείας ευθυγραμμίζεται με τους στόχους ESG (52%), καθώς και εάν οι γνωστοποιήσεις και δείκτες ESG (48%) της εταιρείας έχουν ανεξάρτητη διασφάλιση. Ωστόσο, μόνο το 42% ανησυχούν για το εάν τα Διοικητικά Συμβούλια έχουν εποπτεία των επιδόσεων ESG, ή εάν οι αμοιβές των διευθυντικών στελεχών είναι συνδεδεμένες με αυτές.
Παρά την αυξημένη προσοχή στις επιδόσεις και στους στόχους ESG, η έρευνα δείχνει ότι οι θεσμικοί επενδυτές κινήθηκαν σχετικά αργά όσον αφορά τυχόν σχετικές αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν. Μόλις το 49% έλαβαν μέτρα για την επικαιροποίηση των επενδυτικών τους προσεγγίσεων και μόνο το 44% έχουν ανανεώσει τις στρατηγικές διαχείρισης κρίσεων και κινδύνων. Παράλληλα, μόλις το 44% πιστεύουν ότι διαθέτουν μια «εξαιρετικά ώριμη» προσέγγιση σε σχέση με τους κινδύνους που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή.
Πολλοί επενδυτές ανησυχούν για την ποιότητα και τη διαφάνεια των εκθέσεων που αφορούν τους δείκτες ESG και που υποβάλλονται από τις εταιρείες στις οποίες σκέφτονται να επενδύσουν. Οι μισοί από αυτούς (50%), πιστεύουν ότι οι εταιρείες δεν επικοινωνούν επαρκώς πληροφορίες για τα ουσιαστικά χρηματοοικονομικά ζητήματα με τα οποία βρίσκονται αντιμέτωπες. Πρόκειται για μία σημαντική αύξηση από το αντίστοιχο 37%, που σημείωνε η έρευνα του 2020.
Ωστόσο, υπάρχει σαφής ελπίδα ότι η εισαγωγή παγκόσμιων προτύπων θα βοηθήσει σε αυτό το πλαίσιο, καθώς το 89% των ερωτηθέντων επενδυτών δηλώνουν ότι θέλουν τα πρότυπα αυτά να γίνουν υποχρεωτικά.
Σχολιάζοντας την έκθεση, η κα Κιάρα Κόντη, Associate Partner στο Τμήμα Υπηρεσιών Κλιματικής Αλλαγής και Βιώσιμης Ανάπτυξης της ΕΥ Ελλάδος, δήλωσε: «Η πανδημία λειτούργησε ως καταλύτης, αναδεικνύοντας κοινωνικές και περιβαλλοντικές προκλήσεις που σχετίζονται με τις ανάγκες και προσδοκίες όλων των ενδιαφερομένων μερών των επιχειρήσεων, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο μη χρηματοοικονομικά θέματα, όπως η κλιματική αλλαγή, ενέχουν στην πραγματικότητα κινδύνους και δημιουργούν ευκαιρίες με άμεσες χρηματοοικονομικές επιδράσεις. Η παγκόσμια έρευνα της EY επιβεβαιώνει ότι η πλειοψηφία των θεσμικών επενδυτών σήμερα, λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τις επιδόσεις ESG των επιχειρήσεων κατά τις επενδυτικές τους αποφάσεις και είναι διατεθειμένοι να αποσύρουν τα κεφάλαιά τους από εταιρείες με μη ικανοποιητικές επιδόσεις.
«Χρειάζεται, ωστόσο, να κινηθούμε ταχύτερα σε αυτήν την κατεύθυνση, εάν θέλουμε η επιχειρηματικότητα να αποτελέσει αρωγό στις προσπάθειές μας για την επίτευξη των στόχων βιώσιμης ανάπτυξης και, ειδικότερα, την αντιμετώπιση και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή. Η υιοθέτηση αντικειμενικών και κοινά αποδεκτών δεικτών για τις επιδόσεις ESG, θα είναι ένα σημαντικό βήμα, που αναμένεται να επηρεάσει τον τρόπο που επικοινωνούν τις ESG επιδόσεις τους οι εταιρείες, τόσο παγκοσμίως, όσο και στην Ελλάδα».
Πηγή άρθρου και εικόνας: από Δελτίο Τύπου / Newsletter