Την ανάγκη να ξεκινήσει ένας σοβαρός διάλογος περί «ελληνικότητας» των προϊόντων τονίζει σε ανακοίνωσή της η Αθηναϊκή Ζυθοποιία με αφορμή την απόφαση του Συμβουλίου Ελέγχου Επικοινωνίας (Σ.Ε.Ε.) να ζητήσει την τροποποίηση της πρόσφατης τηλεοπτικής διαφήμισης της Amstel, η οποία είχε στόχο να τονίσει την ελληνικότητα του brand. Η εταιρεία αναφέρει ότι σέβεται την απόφαση του Σ.Ε.Ε, ωστόσο διαφωνεί τελείως με το σκεπτικό της αφού όπως εκτιμά «αγνοεί τα στοιχεία της ελληνικότητας της παραγωγής και την ουσία της επικοινωνίας της Amstel», ενώ «σε μια εποχή που όλοι χρειαζόμαστε ένα χαμόγελο, ο χώρος της επικοινωνίας «τιμωρεί» το χιούμορ και τον αυτοσαρκασμό σε μια διαφημιστική ταινία».
Η Αθηναϊκή Ζυθοποιία τονίζει ότι θα προχωρήσει στις προσαρμογές που ζητάει το Σ.Ε.Ε. και το νέο τηλεοπτικό σποτ αναμένεται εντός του Σεπτεμβρίου. Στην ίδια ανακοίνωση, τονίζει τα στοιχεία που αναφέρονται στο σποτ, όπως το γεγονός ότι εδώ και χρόνια η Amstel παράγεται στην Ελλάδα με ελληνικές πρώτες ύλες (π.χ. μπουκάλια, ετικέτες, κουτάκια, καπάκια κ.ο.κ.) και χρησιμοποιεί ελληνικό κριθάρι, το οποίο πλέον έφτασε να καλύπτει το 100% των αναγκών της. Επανερχόμενη στο θέμα της «ελληνικότητας» των προϊόντων, η Αθηναϊκή Ζυθοποιία αναρωτιέται «πόσο ελληνικό είναι ένα προϊόν που φέρνει όλες τις πρώτες ύλες του από το εξωτερικό και συσκευάζεται μερικώς στην Ελλάδα», αλλά και αν «είναι λιγότερο ελληνικά τα προϊόντα που παράγονται σε εργοστάσια και εγκαταστάσεις που λειτουργούν στην Ελλάδα, από Έλληνες εργαζόμενους, από ελληνικές πρώτες ύλες». Και η ανακοίνωση της εταιρείας καταλήγει: «Οι επενδύσεις, οι θέσεις εργασίας, η τεχνογνωσία και η προστιθέμενη αξία που προσφέρουν στην Ελλάδα δεν παίζουν κανένα ρόλο; Κι αν τα κριτήρια αυτά έχουν την ίδια βαρύτητα, αν όχι μεγαλύτερη, από ότι το όνομα, τότε θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον να μάθουν οι καταναλωτές ποια άλλη μπίρα στην Ελλάδα έχει αγκαλιάσει όπως η Amstel την πραγματική αξία της Ελλάδας, που είναι οι άνθρωποι. Μια τέτοια συζήτηση θα έδινε πραγματικά την ευκαιρία να φανεί ποιοι τελικά πραγματικά επενδύουν στην Ελλάδα και ποιοι απλά προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τις καταστάσεις, αλλά και τους έλληνες καταναλωτές».