ΕΥ: Πόσο βιώσιμες είναι οι εφοδιαστικές αλυσίδες;

Η υιοθέτηση πολιτικών βιωσιμότητας σε όλη την εφοδιαστική αλυσίδα ωφελεί πρώτα απ’ όλα τις ίδιες τις επιχειρήσεις στην αποτελεσματική διαχείριση των ρίσκων, στη μείωση του κόστους λειτουργίας, στη βελτίωση της παραγωγικότητας και στην ενίσχυση της καινοτομίας
Οι κανονιστικοί και λειτουργικοί κίνδυνοι και η ευαισθητοποίηση της κοινωνίας για ζητήματα βιωσιμότητας, ωθούν τις επιχειρήσεις να υιοθετήσουν αυστηρότερα κριτήρια για την αξιολόγηση των προμηθευτών τους
Η τεχνολογία εξελίσσεται ραγδαία και επιτρέπει, πλέον, στις επιχειρήσεις να έχουν πλήρη διαφάνεια και ολοκληρωμένη ιχνηλασιμότητα σε όλο το εύρος της εφοδιαστικής τους αλυσίδας

Η σημερινή εφοδιαστική αλυσίδα αποτελεί πραγματική πρόκληση για τις επιχειρήσεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, οι επιχειρήσεις, σε συνεργασία με τους προμηθευτές, τους συνεργάτες, τις τοπικές κοινωνίες, την επιστημονική κοινότητα και την κεντρική διοίκηση, μαθαίνουν πώς να ανταποκρίνονται σε αυτές τις προκλήσεις και πώς να ενισχύουν την ανθεκτικότητα και βιωσιμότητα της εφοδιαστικής τους αλυσίδας. 

Όπως, άλλωστε, προκύπτει από την πρόσφατη έρευνα με τίτλο, The State of Sustainability Supply Chains: Building responsible and resilient supply chains, την οποία διεξήγαγε η ΕΥ από κοινού με το Οικουμενικό Σύμφωνο του ΟΗΕ (UN Global Compact), η βιωσιμότητα της εφοδιαστικής αλυσίδας αναδεικνύεται πλέον σε βασική προτεραιότητα των επιχειρήσεων. Η έρευνα σχετίζεται με το πλαίσιο εναρμόνισης των επιχειρήσεων με τους Παγκόσμιους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης και την Ατζέντα 2030 των Ηνωμένων Εθνών και αναλύει τις απόψεις περισσότερων από 100 ειδικών σε θέματα βιωσιμότητας, εφοδιαστικής αλυσίδας και προμηθειών από περισσότερες από 70 επιχειρήσεις παγκοσμίως. 

Σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, όπου εντείνονται οι ανησυχίες για την ασφάλεια και την υγιεινή των εργαζομένων, τα εργασιακά δικαιώματα, τις ελλείψεις πρώτων υλών, τις διεθνείς συγκρούσεις και τις περιβαλλοντικές καταστροφές, η βιωσιμότητα αναδεικνύεται σε κυρίαρχο κριτήριο αξιολόγησης των προμηθευτών για τις μεγάλες επιχειρήσεις παγκοσμίως. Οι επιδόσεις σε θέματα βιωσιμότητας αποκτούν πλέον αυξανόμενη βαρύτητα για τους υπεύθυνους εφοδιασμού και καθίστανται εξίσου σημαντικοί παράγοντες επιτυχίας, όπως η σχέση ποιότητας-τιμής προϊόντων και υπηρεσιών, η αξιοπιστία και η ταχύτητα απόκρισης της εφοδιαστικής αλυσίδας.

Πρόκειται για σχέση αμοιβαίου οφέλους. Τα οικονομικά και επιχειρησιακά οφέλη για τις επιχειρήσεις συνδυάζονται με τα σημαντικά οφέλη για την κοινωνία και το περιβάλλον. Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, η υιοθέτηση υψηλών απαιτήσεων από τους προμηθευτές σε ζητήματα περιβάλλοντος, διακυβέρνησης και κοινωνικής επίδοσης σημαίνει, παράλληλα, για τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις αυξημένη παραγωγικότητα, μείωση του κόστους, βελτίωση των επιχειρησιακών λειτουργιών, προώθηση της καινοτομίας, ενίσχυση του brand και βελτιωμένο αντίκτυπο στην κοινωνία. Αν και οι επιχειρήσεις διαφοροποιούνται σημαντικά ανάλογα με το εύρος της εφοδιαστικής τους αλυσίδας, τον τομέα δραστηριοποίησης, τη γεωγραφική περιοχή και την εταιρική τους κουλτούρα, κοινό χαρακτηριστικό όλων είναι σήμερα η επιδίωξη ενσωμάτωσης, σε συνεργασία με τους προμηθευτές, κοινών αξιών και φιλόδοξων στόχων για τη βελτίωση της ανθεκτικότητας και της υπευθυνότητας της εφοδιαστικής αλυσίδας. 

Η σχετική έρευνα καταλήγει σε έξι βασικές διαπιστώσεις ως προς τη βιωσιμότητα των εφοδιαστικών αλυσίδων:
1. Κανείς δεν μπορεί, πλέον, να αγνοήσει την ανάγκη λήψης μέτρων ενίσχυσης της βιωσιμότητας της εφοδιαστικής αλυσίδας. Εξωγενείς παράγοντες, όπως οι γεωπολιτικές συγκρούσεις, η κλιματική αλλαγή και οι ελλείψεις πρώτων υλών, ωθούν τις επιχειρήσεις να προσαρμόσουν τις δραστηριότητές τους στις περιοχές όπου παράγουν ή αγοράζουν προϊόντα και υπηρεσίες.  
2. Βασικοί παράγοντες, οι οποίοι ωθούν τις επιχειρήσεις στην κατεύθυνση αυτή, αποτελούν οι οικονομικοί, λειτουργικοί και κανονιστικοί κίνδυνοι, η αυξημένη ευαισθητοποίηση των ενδιαφερόμενων μερών και η αναγνώριση από εξέχοντα στελέχη πως τα χαρακτηριστικά βιωσιμότητας των προϊόντων τους μπορούν να προσδώσουν πολλαπλά οικονομικά οφέλη. 
3. Ο βαθμός επίτευξης των στόχων βιωσιμότητας διαφέρει σημαντικά από επιχείρηση σε επιχείρηση. Οι λιγοστές επιχειρήσεις που έχουν εντάξει πλήρως τη βιωσιμότητα, έχουν συνήθως ισχυρή στήριξη από την εκτελεστική ηγεσία. 
4. Η σχέση των επιχειρήσεων με τους προμηθευτές τους διέρχεται μια φάση ωρίμανσης, έχοντας πλέον εξελιχθεί από μία απλή επικοινωνία, στην πλήρη ενσωμάτωση στο μοντέλο λειτουργίας τους. Οι ώριμες επιχειρήσεις προχωρούν πέραν των τακτικών ελέγχων και αξιολογήσεων, επενδύοντας στην εκπαίδευση και σε συστήματα επιβράβευσης των προμηθευτών. 
5. Οι επιχειρήσεις σήμερα έχουν στη διάθεσή τους ένα σύνολο τεχνολογικών λύσεων (όπως σύγχρονους αισθητήρες, Internet of Things και cloud) που τους επιτρέπει να αυξήσουν τη διαφάνεια και την ιχνηλασιμότητα από άκρη σε άκρη της εφοδιαστικής τους αλυσίδας, καθώς και να παρακολουθούν και να αξιολογούν τις επιδόσεις των προμηθευτών τους. 
6. Η συνεργασία αποτελεί προϋπόθεση της επιτυχίας. Οι σύνθετες προκλήσεις της εφοδιαστικής αλυσίδας έχουν οδηγήσει στην ενίσχυση συνεργασιών μεταξύ επιχειρήσεων, πανεπιστημιακής κοινότητας και ΜΚΟ.

Σχολιάζοντας τα ευρήματα της έρευνας ο κ. Θάνος Μαύρος, εταίρος της ΕΥ Ελλάδος και επικεφαλής του τμήματος Εφοδιαστικής Αλυσίδας και Λειτουργιών για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, παρατηρεί: «Οι επιχειρήσεις σήμερα δεν αρκεί να έχουν μια αποτελεσματική εφοδιαστική αλυσίδα, ούτε να επιδιώκουν αποκλειστικά και μόνο τη μείωση του κόστους ή την αύξηση της ευελιξίας. Οι κορυφαίες εταιρείες αναζητούν λύσεις για να ενισχύσουν την ανθεκτικότητα της εφοδιαστικής τους αλυσίδας απέναντι στις επιπτώσεις εξωγενών και εσωτερικών κινδύνων και διαταραχών. Με τον τρόπο αυτό καθιστούν, παράλληλα, την εφοδιαστική τους αλυσίδα πιο υπεύθυνη προς την κοινωνία, το περιβάλλον, αλλά και τους μετόχους και επενδυτές, διασφαλίζοντας τη βιωσιμότητα της επιχείρησης. Η έρευνα της ΕΥ αναδεικνύει τα εργαλεία και τις βέλτιστες πρακτικές για την επίτευξη αυτού του στόχου. Οι ελληνικές επιχειρήσεις θα πρέπει να ακολουθήσουν το παράδειγμα μεγάλων εταιρειών και να εντάξουν την υιοθέτηση παρόμοιων πρακτικών στις προτεραιότητές τους, προκειμένου να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητά τους, τόσο εντός, όσο και εκτός συνόρων». 

<BACK

ΠΕΡΗΦΑΝΟΙ ΓΙΑ ΤΑ ΜΕΛΗ & ΤΙΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΕΣ ΜΑΣ