► Πάνω από τις μισές επιχειρήσεις που συμμετείχαν στην έρευνα παγκοσμίως (57%) σχεδιάζουν συμφωνίες κατά τους επόμενους 12 μήνες
► Η δραστηριότητα Σ&Ε διεθνώς αναμένεται να ενισχυθεί το 2017, παρά τη νέα αβεβαιότητα
► Το Ηνωμένο Βασίλειο υποχωρεί ως κορυφαίος επενδυτικός προορισμός, καθώς η αβεβαιότητα κάνει πιο πολύπλοκη τη διαδικασία διασυνοριακών συμφωνιών
Σε μια περίοδο γεωπολιτικής αβεβαιότητας και ραγδαίων αλλαγών, οι παγκόσμιες προοπτικές συγχωνεύσεων και εξαγορών (Σ&Ε) παραμένουν ιδιαίτερα αισιόδοξες, σύμφωνα με τη 15η έκδοση της έρευνας της ΕΥ, Global Capital Confidence Barometer (CCB), η οποία διεξήχθη μεταξύ 1.700 στελεχών σε 45 χώρες. Περισσότερες από τις μισές επιχειρήσεις (57%) προσδοκούν ότι θα επιδιώξουν ενεργά συμφωνίες κατά τους επόμενους 12 μήνες – το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό στην επταετή ιστορία του Βαρομέτρου της ΕΥ. Πάνω από το 90% των στελεχών αναμένει ότι η αγορά των Σ&Ε θα βελτιωθεί ή θα παραμείνει σταθερή κατά το επόμενο έτος, ενώ λιγότερο από το 10% αναμένει συρρίκνωση του αριθμού των υπό εξέλιξη συμφωνιών, κατά το ίδιο διάστημα.
Επιπλέον, οι κοινοπραξίες, οι συμμαχίες, καθώς και άλλες μορφές επενδύσεων μειοψηφίας, αναμένεται να αποτελέσουν μοχλό σταδιακής ανάπτυξης των επιχειρήσεων μαζί με τις εξαγορές.
Όπως διαπιστώνει η έρευνα, τα πάντα αλλάζουν για τις παγκόσμιες επιχειρήσεις, εκτός από τις προσδοκίες των ενδιαφερόμενων μερών σχετικά με την ανάπτυξη και τις αποδόσεις, καθώς η κερδοφόρα ανάπτυξη παραμένει βασικό ζητούμενο για τις επιχειρήσεις. Ωστόσο, οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις και το άστατο γεωπολιτικό περιβάλλον έχουν αλλάξει το τοπίο των Σ&Ε οριστικά. Σε αυτό το δραστικά μεταβαλλόμενο περιβάλλον, η ταχύτερη οδός για την καινοτομία και την ανάπτυξη είναι οι συγχωνεύσεις, οι εξαγορές και οι συμμαχίες.
Η νέα τάση: Μικρότερες στοχευμένες Σ&Ε
Οι μεγάλες συμφωνίες (megadeals) παραμένουν μία στρατηγική επιλογή για τις επιχειρήσεις, ωστόσο η επικρατούσα τάση στις Σ&Ε εστιάζει σε μικρότερες, πιο έξυπνες συμφωνίες, καθώς οι επιχειρήσεις διευρύνουν τις αναζητήσεις τους για start-ups και ταχείας ανάπτυξης εταιρείες καινοτόμου τεχνολογίας. Σύμφωνα με την έρευνα, το 49% των επιχειρήσεων έχει κατά μέσο όρο περισσότερες από πέντε συμφωνίες σε εξέλιξη, ενώ πάνω από τις μισές επιχειρήσεις αναμένουν να ολοκληρώσουν συμφωνίες μεταξύ 250 εκατομμυρίων και ενός δις δολαρίων. Πάνω από το 90% των στελεχών αναμένει ότι η δεξαμενή συμφωνιών τους θα παραμείνει σταθερή ή θα αυξηθεί κατά τη διάρκεια των επόμενων 12 μηνών.
Συνεχίζεται η σύγκλιση των τομέων της οικονομίας, καθώς η κλαδική μίξη έρχεται στο προσκήνιο
Τα ολοένα και πιο ασαφή όρια μεταξύ των τομέων της οικονομίας και η μίξη των κλάδων, αποτελούν έναν αυξανόμενα σημαντικό καταλύτη του τοπίου των Σ&Ε, καθώς οι επιχειρήσεις διεισδύουν σε παραπλήσιους ή και ανεξάρτητους κλάδους.
Σύμφωνα με την έρευνα, οι παράγοντες που επικαλούνται περισσότερο οι επιχειρήσεις αναφορικά με διακλαδικές εξαγορές είναι η αντίδραση στις κινήσεις του ανταγωνισμού, η επιθυμία απόκτησης νέων πελατών και η επέκταση των προσφερόμενων προϊόντων και υπηρεσιών (όλα στο 19%).
Οι τομείς με την ισχυρότερη διάθεση για εξαγορές είναι αυτοί των καταναλωτικών προϊόντων και του λιανεμπορίου (71% των επιχειρήσεων σχεδιάζει μία συμφωνία), των προϊόντων μεταποιητικής βιομηχανίας (60%), της υγείας (56%), της τεχνολογίας (54%), της αυτοκινητοβιομηχανίας (54%) και του πετρελαίου και φυσικού αερίου (52%).
Οι γεωπολιτικές ανησυχίες και η ενίσχυση του εθνικισμού περιπλέκει τις διασυνοριακές επενδύσεις
Γεωπολιτικά και μακροοικονομικά ζητήματα διαφόρων μορφών – από τις νομισματικές διακυμάνσεις, μέχρι τη μείωση των εμπορικών ροών – αποτελούν μια αυξανόμενη πηγή ανησυχίας για τα στελέχη των επιχειρήσεων παγκοσμίως, σύμφωνα με την έρευνα. Η τάση αυτή ενισχύει τη διάθεση για συμφωνίες, καθώς οι επιχειρήσεις αναζητούν τις ταχύτερες οδούς προς την ανάπτυξη σε ένα περιβάλλον χαμηλού ΑΕΠ. Τα ζητήματα αυτά αυξάνουν την πολυπλοκότητα των διεθνών συμφωνιών και, για πρώτη φορά στην ιστορία της έρευνας, το Ηνωμένο Βασίλειο δε βρίσκεται μεταξύ των κορυφαίων πέντε επενδυτικών προορισμών.
Το Brexit αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της έξαρσης των γεωπολιτικών αλλαγών, οι οποίες εντείνουν την πολυπλοκότητα των διασυνοριακών επενδύσεων. Εκτιμούμε ότι, μακροπρόθεσμα, το Ηνωμένο Βασίλειο θα ανακάμψει ως κορυφαίος προορισμός Σ&Ε, ωστόσο η βραχυπρόθεσμη αβεβαιότητα που επικρατεί αποτελεί ευκαιρία ανασύνταξης για τους επενδυτές. Την ίδια στιγμή, οι ΗΠΑ, η Κίνα, η Γερμανία, ο Καναδάς και η Γαλλία είναι οι πέντε κορυφαίοι προορισμοί για συμφωνίες.
Ωστόσο, παρά την οικονομική και γεωπολιτική αβεβαιότητα, οι προθέσεις για συμφωνίες παραμένουν σαφώς υψηλότερες (57%) του μακροπρόθεσμου μέσου όρου της έρευνας (42%).
Παρά την απαισιοδοξία για την οικονομία της χώρας μας, οι ελληνικές επιχειρήσεις αναζητούν διέξοδο στις Σ&Ε
Λιγότερο ενθαρρυντική είναι η εικόνα για την Ελλάδα, όσον αφορά στην οικονομία. Μόνο το 6% των στελεχών ελληνικών επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα εκτιμά ότι η κατάσταση της εγχώριας οικονομίας βελτιώνεται, έναντι 8% τον Απρίλιο και 32% τον Οκτώβριο του 2015, ενώ το 45% αναμένει επιδείνωση και το 49% σταθεροποίηση. Αντίστοιχα μειωμένη είναι η αισιοδοξία, τόσο σε σχέση με τα δύο προηγούμενα εξάμηνα, όσο και με το διεθνές δείγμα, όσον αφορά στην κερδοφορία, τις προοπτικές της χρηματαγοράς και την πιστοληπτική διαθεσιμότητα. Οι ελληνικές επιχειρήσεις φαίνεται να αντιδρούν στο δυσμενές οικονομικό περιβάλλον, αναζητώντας ευκαιρίες για την προώθηση των αναπτυξιακών τους στρατηγικών μέσω και των Σ&Ε. Το 76% των Ελλήνων συμμετεχόντων εκτιμούν ότι οι ευκαιρίες εξαγορών βελτιώνονται ή παραμένουν σταθερές, ενώ το 79% εξετάζει τουλάχιστον τρεις πιθανές συμφωνίες Σ&Ε. Ωστόσο, οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν εμφανίζονται το ίδιο αισιόδοξες ως προς τις προοπτικές επιτυχούς ολοκλήρωσης των συμφωνιών αυτών, ενώ το ποσοστό όσων εκτιμούν ότι θα επιδιώξουν ενεργά Σ&Ε στη διάρκεια του επόμενου έτους μειώθηκε από 50% τον Απρίλιο, σε 26% τον Οκτώβριο.
Ο κ. Τάσος Ιωσηφίδης, επικεφαλής του τμήματος Χρηματοοικονομικών Συμβούλων της ΕΥ Ελλάδος, τονίζει: «Οι ελληνικές επιχειρήσεις έρχονται αντιμέτωπες με πολλαπλές προκλήσεις στον τομέα των Σ&Ε, κάτι που αντικατοπτρίζεται στην απαισιοδοξία των συμμετεχόντων στην έρευνά μας για την πορεία της εγχώριας οικονομίας. Η οικονομική κρίση, σε συνδυασμό με την άνοδο των εθνικιστικών πολιτικών σε ένα παγκοσμιοποιημένο επιχειρηματικό περιβάλλον, απαιτούν, πλέον, νέες προσεγγίσεις των διασυνοριακών επενδυτικών στρατηγικών από τα διοικητικά συμβούλια των επιχειρήσεων. Παράλληλα, καθώς αυξάνεται η σύγκλιση των κλάδων της οικονομίας, η ενσωμάτωση νέων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων εκτός του παραδοσιακού πυρήνα μιας επιχείρησης, δεν αποτελεί απλή υπόθεση. Ωστόσο, φαίνεται πως οι ελληνικές επιχειρήσεις αναζητούν διέξοδο από την απαισιοδοξία μέσα από τις Σ&Ε, επιδιώκοντας όλο και περισσότερες συμφωνίες.
«Πλέον, οι θεμελιώδεις αλλαγές στο τοπίο των Σ&Ε έχουν γίνει αισθητές και στη χώρα μας και δεν πρέπει να τις υποτιμούμε. Το φάσμα επιλογών δομών συναλλαγών έχει διευρυνθεί και οι συμφωνίες γίνονται πιο πολύπλοκες. Τα data analytics εμπλουτίζουν την εμβέλεια και το βάθος της διαδικασίας αξιολόγησης μιας συμφωνίας. Η έμφαση κατά την ενσωμάτωση μιας συμφωνίας έχει μετατοπιστεί πια από τις συνέργειες μείωσης δαπανών στη δημιουργία αξίας, με σημείο εκκίνησης τον πελάτη και όχι το back office. Η ενσωμάτωση διαφορετικών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων δημιουργεί την ανάγκη για εξειδικευμένες λύσεις».