Αρκετά κοντά στην υλοποίηση των στόχων που είχαν τεθεί για το τέλος του 2021 θα βρεθεί ο όμιλος Quest ήδη από το 2019, ενώ παράλληλα σχεδιάζει επενδύσεις ύψους 130 εκατ. ευρώ για την επόμενη πενταετία.
Αυτά αναφέρθηκαν, μεταξύ άλλων, κατά τη χθεσινή παρουσίαση της εισηγμένης στην Ένωση Θεσμικών Επενδυτών με τον πρόεδρο του ομίλου Θεόδωρο Φέσσα να σημειώνει πως οι βασικοί μέτοχοι της εταιρείας θα επιθυμούσαν να ρευστοποιήσουν τμήμα της θέσης τους προκειμένου να αυξηθεί η διασπορά της μετοχής, πλην όμως η χρηματιστηριακή αξία της Quest δεν έχει ακόμη διαμορφωθεί σε κατάλληλα επίπεδα.
Ειδικότερα, οι στόχοι για το έτος 2021 μιλούσαν για κύκλο εργασιών 600 εκατ. ευρώ (ο φετινός θα υπερβεί αρκετά τα 550 εκατ. ευρώ), για περιθώρια λειτουργικών και προ φόρων κερδών στο 9% και 5% αντίστοιχα (οι επιδόσεις αυτές έχουν ουσιαστικά πιαστεί) και για διπλασιασμό του δείκτη της προ φόρων αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων από το 10% στο 20% (η φετινή επίδοση θα προσεγγίσει σημαντικά το στόχο).
Στα πλαίσια της παρουσίασης, η διοίκηση επανέλαβε το guidance για τις αναμενόμενες οικονομικές επιδόσεις του 2019 (πωλήσεις άνω των 550 εκατ. ευρώ, EBITDA 50 εκατ. ευρώ, προ φόρων κέρδη 30 εκατ. ευρώ, με επενδύσεις 33 εκατ. ευρώ και καθαρό δανεισμό μεταξύ 10 και 15 εκατ. ευρώ), ενώ αναφέρθηκε με αισιοδοξία για τις μελλοντικές προοπτικές του ομίλου. Ειδικότερα, μεταξύ των όσων αναφέρθηκαν για την «επόμενη μέρα», συγκαταλέγονται:
- Ο όμιλος είναι εστιασμένος σε μεγάλο βαθμό στην ελληνική αγορά και η πορεία της οικονομίας τον επηρεάζει ευνοϊκά.
- Οι επενδύσεις των 130 εκατ. ευρώ (θα προέλθουν από την επανεπένδυση του 80% των κερδών) αφορούν το κέντρο διανομής της ACS, αλλά και εξαγορές τόσο στο χώρο της ενέργειας, όσο και σε άλλους κλάδους.
«Στόχος μας είναι να επεκταθούμε σε κλάδους που σχετίζονται με τους υπάρχοντες («σε ομόκεντρους κύκλους» όπως αναφέρθηκε χαρακτηριστικά) με τον κ. Φέσσα να μην αποκλείει ακόμη μεγαλύτερες επενδύσεις αν προκύψουν ευκαιρίες. «Έχουμε την άνεση να αντλήσουμε επιπρόσθετο δανεισμό και εκτιμώ ότι θα προκύψουν ευκαιρίες εξαγορών στο χώρο των επιχειρήσεων που πιέζονται και πρέπει να αναδιαρθρώσουν τις υποχρεώσεις τους».
Σύμφωνα με τον CEO Απόστολο Γεωργαντζή τομείς που ενδιαφέρουν είναι το Internet On Things, τα κινητά τηλέφωνα, η ψύξη-θέρμανση, το ηλεκτρονικό εμπόριο, οι ηλεκτρονικές συναλλαγές, οι υποδομές, τα δίκτυα διάθεσης.
- Η θυγατρική Unisystems αναμένει καλύτερο 2020, καθώς διαθέτει ανεκτέλεστο υπόλοιπο συμβάσεων άνω των 200 εκατ. ευρώ και επιπλέον μέσα στο επόμενο έτος θα «τρέξουν» και τα έργα του δημόσιου τομέα.
- Μεγαλύτερα έσοδα αναμένονται το 2020 και στον τομέα της ενέργειας, λόγω του ότι η μεγάλη εξαγορά του 2019 στα φωτοβολταϊκά πάρκα θα επιδράσει σε δωδεκάμηνη βάση (επόμενος στόχος είναι η σημερινή ισχύς των 25,2 MW να αυξηθεί μέσω εξαγορών στα 30 MW).
- H θετική πορεία στο χονδρικό-λιανικό εμπόριο (θα αυξηθεί ο αριθμός των καταστημάτων) ειδών τεχνολογίας και τηλεφωνίας, όπου παράλληλα επιχειρείται στροφή προς προϊόντα υψηλότερου περιθωρίου κέρδους.
- Στον τομέα των ταχυμεταφορών (ΑCS) το 2021 θα έχει ολοκληρωθεί το νέο κέντρο διανομών (επένδυση άνω των 40 εκατ. ευρώ), μέσω του οποίου θα πενταπλασιαστεί η παραγωγική δυναμικότητα της εταιρείας, έτσι ώστε να μπορεί μελλοντικά να εκμεταλλευθεί την αυξανόμενη διείσδυση του ηλεκτρονικού εμπορίου.
Τέλος, απαντώντας η διοίκηση του ομίλου σε σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, σημείωσε:
α) Κατά την τελευταία τετραετία οι πωλήσεις αυξήθηκαν πάνω από 70%, τα λειτουργικά κέρδη κατά 140% και τα προ φόρων κέρδη περισσότερο από 600%. Κατά την τελευταία δεκαετία, η εισηγμένη επέστρεψε στους μετόχους της σε σχήμα και είδος (μετοχές BriQ Properties) γύρω στα 80 εκατ. ευρώ.
β) Η εταιρεία έχει αναλάβει -βοηθώντας την Γ.Ε. Δημητρίου- τη διανομή των σημάτων Toyotomi και Kerosun, επιτυγχάνοντας ένα κύκλο εργασιών 9 εκατ. ευρώ στο εννεάμηνο (η συνεργασία δεν ξεκίνησε από την αρχή της χρονιάς). Το περιθώριο κέρδους είναι χαμηλό και το αν θα προχωρήσει τελικά η εξαγορά της εταιρείας Δημητρίου, θα φανεί σε αρκετό καιρό (θα εξαρτηθεί από την δικαστική απόφαση στο αίτημα προστασίας της ΓΕΔ και από τις διαπραγματεύσεις με τις πιστώτριες τράπεζες).