Τα ζητούμενα για μια επιχείρηση ή οργανισμό είναι η προστασία του ανθρώπινου κεφαλαίου, η διασφάλιση της λειτουργικής συνέχειας και η προστασία της εικόνας και φήμης στην αγορά.
Οι αρμόδιες κρατικές αρχές (Πολιτική Προστασία, ΕΟΔΥ), έχουν εκδώσει μια σειρά από κατευθυντήριες οδηγίες για τους χώρους εργασίας, όπως η θέσπιση της τηλεργασίας, η άδεια ευπαθών ομάδων, η πρόβλεψη για ικανή απόσταση μεταξύ εργαζομένων, καθώς και πρωτόκολλα για τη διαχείριση υπόπτων ή θετικών περιστατικών, την ιχνηλάτηση, τη διάρκεια καραντίνας κλπ. Οι επιχειρήσεις καλούνται να προσαρμόσουν τις οδηγίες και τα πρωτόκολλα, στο μέτρο των ειδικών χαρακτηριστικών και αναγκών τους. Στα πλαίσια αυτά, κάποιες αναζητούν τεχνογνωσία και εξειδικευμένες προτάσεις από συμβούλους, ειδικούς σε θέματα δημόσιας υγείας, προκειμένου να λάβουν ορθολογικές αποφάσεις για μια σειρά από διαφορετικά προκύπτοντα θέματα, σε ένα μεταβαλλόμενο επιδημιολογικό περιβάλλον.
Μια ορθή απόφαση προϋποθέτει την εκτίμηση της επικινδυνότητας, όπως αυτή προσδιορίζεται από τα χαρακτηριστικά της επιδημίας της περιοχής, από τα οργανωτικά και τεχνικά χαρακτηριστικά της επιχείρησης και από το πόσο ευάλωτο είναι το ανθρώπινό δυναμικό της. Ακολούθως αξιολογείται ο λόγος κόστους/ωφέλειας μιας επιλογής. Οι έννοιες του κόστους και της ωφέλειας υπολογίζουν το μέγεθος μιας πιθανής απώλειας, τις χαμένες ημέρες εργασίας, τη δαπάνη για τεστ, τις συνέπειες μείωσης της παραγωγής, την εικόνα στην αγορά. Δηλαδή σε κάθε διχοτομικό δίλλημα καλούμαστε να προϋπολογίσουμε τις θετικές και αρνητικές συνέπειες της μιας αλλά και της εναλλακτικής επιλογής. Τόσο η εκτίμηση της επικινδυνότητας όσο και οι υπολογισμοί κόστους/ ωφέλειας είναι καθαρά πιθανολογικοί, δηλαδή εμπεριέχουν ένα σημαντικό παράγοντα αβεβαιότητας. Αυτό δημιουργεί ανασφάλεια, καθώς κάθε αστοχία υπόκειται σε εύκολη κριτική. Αυτό με τη σειρά του οδηγεί σε λήψη μη αναγκαίων αποφάσεων με περιττό κόστος. Μη αναγκαίες αποφάσεις είναι αυτές που δεν βασίζονται σε επιστημονικά τεκμηριωμένα δεδομένα (evidence based), αλλά υποκινούνται από ανασφάλεια. Αξίζει να επισημάνουμε ότι οι προτάσεις και κατευθυντήριες οδηγίες πλαίσιο του ΕΟΔΥ και της Πολιτικής Προστασίας έχουν υποστεί τη βάσανο της επιστημονικής επεξεργασίας, άρα είναι ορθολογικές, η εξειδίκευση τους και προσαρμογή τους στο μέτρο μιας επιχείρησης πρέπει να γίνεται επίσης με αυστηρά επιστημονικά κριτήρια.
Με βάση αυτό το πλαίσιο διαδικασίας λήψης αποφάσεων, επισημαίνονται ενδεικτικά μια σειρά από λάθος πρακτικές που πολλές επιχειρήσεις ακολουθούν, αποκλίνοντας από τον επιστημονικό ορθολογισμό, με αποτέλεσμα κόστος περιττών τεστ και ανώφελη παράταση της καραντίνας.
- Παράταση της καραντίνας, πέρα του χρονικού ορίου των 14 ημερών σε ασυμπτωματικά άτομα.
- Απαίτηση για διενέργεια μοριακού τεστ (ενίοτε ζητούν δύο τεστ) πριν την επιστροφή στην εργασία σε ασυμπτωματικά άτομα , ενώ είναι γνωστό ότι σε κάποιους το τεστ παραμένει για αρκετές εβδομάδες θετικό, χωρίς να υπάρχει κίνδυνος μετάδοσης.
- Αυθαίρετη διεύρυνση της εννοίας των στενών επαφών, πέρα από τον ορισμό του ΕΟΔΥ (κάτω από 1,5 μέτρο πάνω από 15’).
- Αναγκαστική καραντίνα 14 ημερών σε άτομα που είχαν στενή επαφή μία φορά, (ο ΕΟΔΥ προτείνει για τους υγειονομικούς επιστροφή στη εργασία μετά 7 ημέρες εφόσον είναι ασυμπτωματικοί και με αρνητικό τεστ).
- Μαζικά τεστ (screening) χωρίς πρωτόκολλο αξιολόγησης κάθε θετικού ή αρνητικού ευρήματος. Κάθε εξέταση έχει συγκεκριμένη ειδικότητα και ευαισθησία, άρα η πιθανότητα αληθείας ενός θετικού ή αρνητικού ευρήματος, πρέπει να αξιολογείται με βάση τις ατομικές πληροφορίες πιθανής έκθεσης, συμπτωμάτων και τα επιδημιολογικά δεδομένα της περιοχής.
- Διενέργεια τεστ σε άτομα που επιστρέφουν από άδεια. Μια πρακτική που μπορεί να ήταν χρήσιμη την περίοδο των καλοκαιρινών διακοπών, αλλά δεν έχει νόημα σήμερα με την ευρεία πανελλαδικά διασπορά του ιού.
Στελέχη επιχειρήσεων, έμπειροι τεχνοκράτες, ισχυρίζονται ότι αντιλαμβάνονται την υπερβολή κάποιων μέτρων και το υπέρμετρο κόστος, ωστόσο αντιτείνουν ότι τα λαμβάνουν για την ψυχολογία των εργαζομένων, δηλαδή για να διασκεδάσουν την όποια ανασφάλεια τους. Τα υπερβολικά τεστ και η περιττή καραντίνα μάλλον περισσότερη ανασφάλεια προκαλούν, η καλή ψυχολογία των εργαζομένων προϋποθέτει υπεύθυνη ενημέρωση και ηγεσία, που ούσα η ίδια ασφαλής για τις επιλογές της, εκπέμπει σιγουριά. Για ότι αφορά στην ψυχολογική υποστήριξη εργαζομένων, που πλήττονται από τον εγκλεισμό και την αβεβαιότητα, υπάρχουν τα σύγχρονα προγράμματα υποστήριξης εργαζομένων (ΕΑP), στα οποία μπορούν να διοχετευτούν πόροι αποτελεσματικότερα από περιττά τεστ και αδικαιολόγητη καραντίνα.
Πηγή άρθρου και εικόνας: από Newsletter GEP