Γιάννος Παπαντωνίου: «Ελλάδα: Η επόμενη δεκαετία» – Εκδήλωση πέντε διμερών Επιμελητηρίων

από | 20/05/2009 | Society News

«Ελλάδα: Η επόμενη δεκαετία» ήταν ο τίτλος της ομιλίας του κ. Γιάννου Παπαντωνίου, πρώην Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, σε εκδήλωση την οποία διοργάνωσαν τα πέντε διμερή Επιμελητήρια: το Ελληνο-Αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο, το Ελληνο-Βρετανικό Εμπορικό Επιμελητήριο, το Ελληνογαλλικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο, το Ελληνογερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο, το Ελληνο-Ιταλικό Επιμελητήριο.

Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε την Τρίτη, 19 Μαΐου 2009, στο Ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία.

Στην ομιλία του ο κ. Παπαντωνίου επεσήμανε τη διπλή κρίση την οποία αντιμετωπίζει η χώρα μας. Αφενός η παγκόσμια κρίση περιορίζει τη ζήτηση, αυξάνει την ανεργία και οδηγεί έτσι στην ύφεση, αφετέρου η χώρα μας σήμερα αντιμετωπίζει μια εσωτερική κρίση, η οποία οφείλεται στα αδιέξοδα της οικονομικής πολιτικής των τελευταίων ετών: υψηλό δημοσιονομικό έλλειμμα, αύξηση του δημόσιου χρέους, και επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας – που αντανακλάται και στο τεράστιο εξωτερικό έλλειμμα.

Όπως σημείωσε ο κ. Παπαντωνίου, στη χώρα μας οι επιπτώσεις της παγκόσμιας κρίσης αν και σημαντικές, εκδηλώνονται με χρονική υστέρηση σε σχέση με τις άλλες προηγμένες χώρες. Και αυτό διότι οι ελληνικές τράπεζες δεν ήταν ιδιαίτερα εκτεθειμένες σε τοξικά προϊόντα, ο κατασκευαστικός τομέας δεν αντιμετώπιζε «φούσκα τιμών» σε ανάλογη έκταση με άλλες χώρες, και ένας σημαντικός τομέας της οικονομίας, ο τουρισμός, δεν έχει ακόμη υποστεί όλες τις συνέπειες της παγκόσμιας αναταραχής.

Ωστόσο η εντυπωσιακή ανεπάρκεια της οικονομικής πολιτικής των τελευταίων πέντε ετών έχει φέρει τη χώρα αντιμέτωπη μέχρι και με τον κίνδυνο της χρεοκοπίας, τόνισε ο κ. Παπαντωνίου. Μία νέα υποβάθμιση της πιστοληπτικής της ικανότητας από τους διεθνείς οργανισμούς, ή αλυσιδωτές επιπτώσεις ενδεχόμενης κατάρρευσης άλλης χώρας της Ευρωζώνης ή Βαλκανικής χώρας με σημαντική ελληνική τραπεζική παρουσία, μπορούν να οδηγήσουν σε νέα εκτόξευση του κόστους δανεισμού ή ακόμη και σε αδυναμία κάλυψης των δανειακών αναγκών.

Στην περίπτωση αυτή, βέβαια, θα ενεργοποιηθούν οι μηχανισμοί διάσωσης της Ευρωζώνης. Θα συνοδεύονται, όμως, επεσήμανε ο κ. Παπαντωνίου, από σκληρούς όρους εφαρμογής περιοριστικής πολιτικής. Ακόμα και αν το χείριστο αυτό σενάριο δεν υλοποιηθεί, το βάρος εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους, όπως νομοτελειακά θα εξελιχθεί στα επόμενα χρόνια, θα γονατίσει την οικονομία μας, προειδοποίησε ο κ. Παπαντωνίου.

Στο πλαίσιο αυτό η ελληνική κυβέρνηση θα βρεθεί μπροστά σε ένα δίλημμα. Από τη μια πλευρά θα πρέπει να στηρίξει την οικονομία και τις αδύναμες κοινωνικές ομάδες με φορολογικά μέτρα, ενίσχυση των δημοσίων επενδύσεων και αυξήσεις κοινωνικών δαπανών, ώστε να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες της παγκόσμιας κρίσης. Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να μειώσει το έλλειμμα και το χρέος ώστε να προστατεύσει τη χώρα από τον κίνδυνο της χρεοκοπίας και της υπερχρέωσης. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να αναβαθμίσει την ανταγωνιστικότητα ώστε να διασφαλιστεί μία υγιής και μακρόχρονη αναπτυξιακή προοπτική.

Μόνη διέξοδος είναι η υιοθέτηση ενός πειστικού προγράμματος μεταρρυθμίσεων και η συνεπής, ορατή εφαρμογή του. Η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της σπατάλης στο δημόσιο δεν συνιστούν παρά την αρχή μίας τέτοιας αναγκαίας προσπάθειας, που οφείλει να καλύψει κρίσιμους τομείς της ζωής μας όπως η εκπαίδευση, η υγεία, η δημόσια διοίκηση, η επιχειρηματικότητα. Αντίπαλοί μας στην προσπάθεια αυτή, είπε ο κ. Παπαντωνίου, είναι ο κομματισμός, η αναξιοκρατία, η αναποτελεσματικότητα, η γραφειοκρατία, η διαφθορά. Δεν θα πρέπει να μας αποθαρρύνουν ούτε να μας αποπροσανατολίσουν από τις μεγάλες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο κράτος και στους θεσμούς που απαιτούν οι καιροί μας, που η ίδια η κοινωνία ζητά από εμάς, υπογράμμισε ο κ. Παπαντωνίου και αναφέρθηκε εκτενώς στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις:

  • μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος
  • καταπολέμηση της σπατάλης στο δημόσιο τομέα και ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης
  • ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας
  • εκσυγχρονισμός της παιδείας
  • ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής