Θέλω κατ' αρχήν να ευχαριστήσω για την πρόσκληση και την ευκαιρία που μου δίνεται να συμμετέχω στο 7ο Ετήσιο Συνέδριο του Ελληνο-Αμερικανικού Επιμελητηρίου, με θέμα την Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη. Είναι μια διοργάνωση που θα έλεγα ότι έχει εξελιχθεί πλέον σε θεσμό για τα επιχειρηματικά πράγματα της χώρας μας. Ένα θεσμό που προωθεί ουσιαστικά το διάλογο, τον προβληματισμό και τη διεύρυνση της εμπειρίας των ελληνικών επιχειρήσεων, γύρω από την έννοια και τις πρακτικές της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης.
Ο διάλογος αυτός αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία σήμερα. Σε μια εποχή όπου η παγκόσμια οικονομία πλήττεται από τη χειρότερη κρίση μετά το 1929.
Οι εξελίξεις που συμβαίνουν εδώ και δύο χρόνια σχεδόν, είναι πρωτοφανείς στη μεταπολεμική ιστορία. Μέχρι τώρα, έχουμε δει μεγάλες επιχειρήσεις να καταρρέουν, ή να κρατικοποιούνται πρόσκαιρα προκειμένου να επιβιώσουν. Έχουμε δει εκατομμύρια εργαζομένων να χάνουν τις θέσεις τους ή να δέχονται μείωση των αποδοχών τους, ώστε να διατηρήσουν τη δουλειά τους. Βλέπουμε την ανασφάλεια να κυριαρχεί στα νοικοκυριά και τις καταναλωτικές δαπάνες να περιορίζονται στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων δεκαετιών. Βλέπουμε τους καταναλωτές να ιεραρχούν πλέον με διαφορετικό τρόπο τις ανάγκες τους και να προτάσσουν νέα κριτήρια για τις επιλογές τους. Και βέβαια, βλέπουμε τα κέρδη και τις πωλήσεις των επιχειρήσεων να μειώνονται κάθετα.
Κανείς δεν μπορεί σήμερα να προβλέψει τις εξελίξεις, ούτε να προσδιορίσει με ακρίβεια το τέλος της κρίσης. Ήδη κάποιοι διεθνείς οργανισμοί και αναλυτές, κάνουν λόγο για την έναρξη μιας σταδιακής ανάκαμψης από το τέλος του 2009. Ωστόσο, ακόμη κι αν αυτή η εκτίμηση επαληθευτεί, η ψυχολογία στις αγορές θα αργήσει να αποκατασταθεί. Και τα σημάδια της καταιγίδας στην πραγματική οικονομία θα χρειαστούν χρόνο για να φύγουν.
Το βέβαιο είναι ότι η πραγματικότητα της επόμενης μέρας θα είναι αρκετά διαφορετική, σε σχέση με πριν. Η κρίση έχει ήδη οδηγήσει στον προβληματισμό και στην αναθεώρηση απόψεων και πρακτικών σε μια σειρά από θέματα που καθορίζουν τη λειτουργία της παγκοσμιοποιημένης μας οικονομίας. Θέματα όπως η ρύθμιση και η εποπτεία των χρηματαγορών, οι όροι και οι συνθήκες του διεθνούς ανταγωνισμού και ο ρόλος που θα πρέπει να έχει το κράτος σε μια ελεύθερη και ανοιχτή αγορά. Όλα αυτά έρχονται να προστεθούν στην αλυσίδα των παγκόσμιων προκλήσεων, που είχαν αναδειχθεί πριν από την εκδήλωση της κρίσης. Σε ζητήματα όπως η κλιματική αλλαγή, η εξάντληση των φυσικών πόρων, η πληθυσμιακή έκρηξη, η επισιτιστική κρίση και οι διευρυνόμενες ανισότητες μεταξύ του ανεπτυγμένου και του αναπτυσσόμενου κόσμου.
Μέσα σ' αυτό το πολύπλοκο και ρευστό σκηνικό, καλούμαστε σήμερα να αναζητήσουμε τη θέση και το ρόλο της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης. Μιας έννοιας που, αν και μόλις πριν λίγα χρόνια άρχισε να σχηματοποιείται και να εξελίσσεται σε αντικείμενο συζήτησης, η ουσία της είναι τόσο διαχρονική όσο και η ίδια η επιχειρηματικότητα. Γιατί πηγάζει από το γεγονός ότι κάθε επιχείρηση αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνίας μέσα στην οποία δραστηριοποιείται. Ότι επηρεάζει και αντίστοιχα επηρεάζεται από τα δεδομένα της εκάστοτε εποχής, του τόπου και των ανθρώπων που την περιβάλλουν.
Και το θέμα που μας απασχολεί σήμερα είναι το πως αντιλαμβάνονται αυτή την έννοια οι επιχειρήσεις, μέσα στις νέες οικονομικές, επιχειρηματικές και κοινωνικές συνθήκες που διαμορφώνονται, στον απόηχο της παγκόσμιας κρίσης.
Οι απόψεις είναι πολλές και διαφορετικές. Αρκετά διαδεδομένη το τελευταίο διάστημα, είναι αυτή που θεωρεί την Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη μια «περιττή» ελαστική δαπάνη, μπροστά στα τεράστια προβλήματα ρευστότητας, ακόμα και επιβίωσης που αντιμετωπίζουν σήμερα οι επιχειρήσεις.
Δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι, μπροστά στον αγώνα που δίνουν σήμερα μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις για να αντεπεξέλθουν στις πάγιες υποχρεώσεις τους, η Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη συνιστά μια απαγορευτική πολυτέλεια. Πράγματι, έχουμε δει αρκετές περιπτώσεις περικοπής των σχετικών προγραμμάτων, στο πλαίσιο των δραστικών μέτρων που λαμβάνουν σήμερα πολλές επιχειρήσεις, για τη μείωση των δαπανών και την ενίσχυση της ρευστότητάς τους.
Το επιχείρημα σε όλες αυτές τις περιπτώσεις είναι ότι δεν μπορούμε να διαθέτουμε πόρους για κοινωνικούς σκοπούς, την ίδια στιγμή που μέσα στην ίδια την επιχείρηση, κινδυνεύουν να χαθούν δεκάδες θέσεις εργασίας.
Αντίστοιχα, ειδικά όσον αφορά τις μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις, εκφράζονται προβληματισμοί όσον αφορά την ενσωμάτωση της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης στη διαδικασία παραγωγής. Η υιοθέτηση της λεγόμενης «ηθικής» εφοδιαστικής αλυσίδας, έχει σήμερα ένα επιπλέον κόστος για την επιχείρηση. Το οποίο σήμερα ή θα πρέπει να περικοπεί, ή αναπόφευκτα να περάσει στις τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών. Κι αυτό θεωρείται από πολλούς ότι συνιστά ανταγωνιστικό μειονέκτημα, σε μια εποχή όπου -λόγω της κρίσης και της κυρίαρχης ανασφάλειας- ο καταναλωτής φαίνεται λιγότερο διατεθειμένος να πληρώσει, έστω και ελάχιστα παραπάνω, για ένα τέτοιο προϊόν.
Όλα αυτά λοιπόν σημαίνουν ότι μπαίνουμε σε μια περίοδο υποβάθμισης της σημασίας της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης; Ότι οι επιχειρήσεις θα προτάξουν την επιβίωσή τους σε έναν σκληρά ανταγωνιστικό στίβο, έναντι της ευθύνης τους απέναντι στο περιβάλλον, στην κοινωνία, στον άνθρωπο;
Όχι. Θα έλεγα μάλιστα, το αντίθετο. Και θα εξηγήσω γιατί. Πριν από αυτό όμως, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάτι: Πράγματι, η βασική ευθύνη και ο σκοπός κάθε επιχείρησης είναι πρώτα απ' όλα να παραμένει σε λειτουργία, να αναπτύσσεται και να κερδοφορεί. Γιατί έτσι μόνο μπορεί να δημιουργεί θέσεις εργασίας, να παρέχει εισόδημα στους εργαζομένους της και να συνεισφέρει στην ανάπτυξη και στην εθνική οικονομία. Αυτή η αποστολή, όσο κι αν κάποιοι προσπαθούν διαχρονικά να τη δαιμονοποιήσουν, είναι η ουσία της επιχειρηματικότητας. Είναι η φιλοσοφία πάνω στην οποία χτίστηκε τους τελευταίους αιώνες, η ευημερία του ανεπτυγμένου κόσμου.
Σε καμία περίπτωση όμως το κέρδος δεν μπορεί να αποτελεί αυτοσκοπό. Κι αν κάτι τέτοιο ήταν εφικτό πριν από μερικές δεκαετίες, σήμερα είναι αδύνατον.
Γιατί η αυτή η θεμελιώδης σχέση αλληλεξάρτησης των επιχειρήσεων, με το περιβάλλον και τις κοινωνίες μέσα στις οποίες λειτουργούν, είναι πλέον πιο ισχυρή από ποτέ. Και δεν περιορίζεται στα στενά πλαίσια μιας πόλης ή μιας χώρας, αλλά λαμβάνει, όλο και περισσότερο, παγκόσμιες διαστάσεις. Η ανάγκη λοιπόν για υπεύθυνη και αποτελεσματική διαχείριση αυτής της σχέσης, είναι αντίστοιχα εντονότερη από ποτέ.
Αυτό είναι το μάθημα που μας διδάσκει, τόσο η σημερινή κρίση, όσο και τα ζητήματα που είχαν προκύψει νωρίτερα. Η βαθύτερη αιτία της χρηματοπιστωτικής κρίσης, βρίσκεται ουσιαστικά στο τεράστιο έλλειμμα υπευθυνότητας που χαρακτήριζε μέχρι τώρα τη λειτουργία των χρηματαγορών. Αντίστοιχα, οι σοβαρές περιβαλλοντικές απειλές που αντιμετωπίζει σήμερα ο πλανήτης μας, οφείλονται στην ανεύθυνη και αλόγιστη ανάπτυξη του παρελθόντος. Και οι συνέπειες της ανευθυνότητας επηρεάζουν πλέον αλυσιδωτά και τις κοινωνίες και τους καταναλωτές και βέβαια τις ίδιες τις επιχειρήσεις. Οι οποίες επιπλέον καλούνται να αντιμετωπίσουν τις σημερινές οικονομικές δυσχέρειες, σε καθεστώς τρωθείσας εμπιστοσύνης και αρνητικής διάθεσης εκ μέρους της κοινωνίας.
Σήμερα λοιπόν μπορούμε να δούμε πιο καθαρά από ποτέ, όχι μόνο τη σημασία της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης, αλλά και τις επιπτώσεις από την έλλειψή της. Και κυρίως, είναι η ώρα να την τοποθετήσουμε σε νέες βάσεις, ώστε να αποτελέσει κινητήριο δύναμη στην πορεία αλλαγής του παγκόσμιου αναπτυξιακού μοντέλου. Να αναδειχθεί σε αναπόσπαστο κομμάτι της επιχειρηματικότητας και της κοινωνίας του αύριο.
Ποια θα πρέπει να είναι λοιπόν τα χαρακτηριστικά της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης στη νέα εποχή;
Το πρώτο και κυριότερο είναι η ενσωμάτωση της υπευθυνότητας, της διαφάνειας και της λογοδοσίας σε κάθε πτυχή της στρατηγικής και της καθημερινής τους λειτουργίας. Στις σχέσεις με τους μετόχους, τους προμηθευτές, τους εργαζομένους και τους καταναλωτές. Στη συμπεριφορά τους απέναντι στο περιβάλλον, στον τρόπο που επιλέγουν να παράγουν και να διανέμουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους.
Το δεύτερο είναι ότι πρέπει να ξεπεράσουμε την αποκλειστική σχεδόν ταύτιση της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης, με πράξεις φιλανθρωπίας ή με τη διάθεση χρηματικών πόρων για κοινωφελείς σκοπούς. Αυτά είναι σίγουρα ένα μέρος, αλλά δεν εκφράζουν από μόνα τους το νόημα, ούτε -πολύ περισσότερο- εξαντλούν τις ανάγκες και τις δυνατότητες της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης.
Σήμερα, τα Προγράμματα Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης, οφείλουν να δίνουν έμφαση στην ενδυνάμωση και στην ενεργοποίηση των τοπικών κοινωνιών. Στη δημιουργία προϋποθέσεων και ευκαιριών για βιώσιμη ανάπτυξη και ευημερία. Όχι τόσο στην περιστασιακή ενίσχυση, ούτε στη δημιουργία σχέσεων εξάρτησης.
Αυτό σε πρακτικό επίπεδο, έχει πολλές εφαρμογές. Από την τοπική επιχείρηση που συμμετέχει σε δράσεις αναδάσωσης, από τη βιομηχανία που αντλεί προμήθειες από τοπικούς παραγωγούς και επιχειρήσεις, από την τράπεζα που υλοποιεί προγράμματα μικροχρηματοδότησης για να στηρίξει την ανάπτυξη μειονεκτικών περιοχών, μέχρι πολυεθνική επιχείρηση που χρηματοδοτεί προγράμματα εκπαίδευσης του τοπικού πληθυσμού σε αναπτυσσόμενες χώρες. Πρόσφατα, με αφορμή ένα τέτοιο πρόγραμμα στη Λιβερία, διάβασα ότι κάθε επιπλέον χρόνος στο δημοτικό σχολείο για ένα κορίτσι, αυξάνει τους δια βίου μισθούς του κατά 10% με 20%.
Με αυτή την έννοια, η Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη, δεν στηρίζει απλώς ευκαιριακά, αλλά επενδύει ουσιαστικά και μακροπρόθεσμα στην κοινωνική συνοχή, την αλληλεγγύη και την ευημερία.
Ένα εξίσου σημαντικό ζητούμενο στη νέα εποχή, είναι η ανάπτυξη συνεργασιών στο πλαίσιο της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης. Στο διεθνή χώρο είναι όλο και πιο συχνά τα παραδείγματα εταιρειών που αναπτύσσουν κοινές πρωτοβουλίες με Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, με διεθνείς οργανισμούς, ακόμα και με κρατικούς φορείς, για την υλοποίηση στοχευμένων προγραμμάτων. Επίσης συχνά είναι τα παραδείγματα εταιρειών που δημιουργούν δίκτυα συνεργασίας μεταξύ τους, ώστε να υλοποιήσουν π.χ. περιβαλλοντικά προγράμματα στις χώρες προέλευσης των πρώτων υλών τους. Αντίστοιχες συνεργασίες, για ανάλογης κλίμακας δράσεις, μπορούν να υπάρξουν και μεταξύ των μικρότερων επιχειρήσεων, που από μόνες τους διαθέτουν περιορισμένες δυνατότητες παρέμβασης. Σήμερα, η γνώση, ο συντονισμός και η συνένωση δυνάμεων, αποτελούν το κλειδί για πραγματικά αποτελεσματικές και μακροπρόθεσμα επωφελείς πρωτοβουλίες Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης.
Άφησα για το τέλος το κρισιμότερο ίσως κομμάτι. Κι αυτό αφορά τη στάση των ίδιων των κοινωνιών και κάθε πολίτη, ως καταναλωτή. Εάν θέλουμε η Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη να χαρακτηρίσει τη σύγχρονη επιχειρηματικότητα, τότε θα πρέπει εμείς οι ίδιοι όχι μόνο να την απαιτήσουμε, αλλά και να τη στηρίξουμε. Ο στόχος δεν είναι να διατηρηθεί ή να αυξηθεί η κερδοφορία των κοινωνικά υπεύθυνων επιχειρήσεων. Ο στόχος είναι να αναδείξουμε συνειδητά και στην πράξη την υπευθυνότητα σε στοιχείο ανταγωνιστικότητας. Γιατί έτσι θα κινητοποιήσουμε περισσότερες επιχειρήσεις να στραφούν προς αυτή την κατεύθυνση, έτσι θα δημιουργήσουμε ένα νέο πεδίο επιχειρηματικής άμιλλας, η οποία θα λειτουργεί προς το συμφέρον όλων.
Εάν υπάρχει έστω και μια θετική πλευρά στην κρίση που βιώνουμε σήμερα, είναι το ότι μας δίνεται η ευκαιρία να αξιοποιήσουμε τα διδάγματά της. Και ένα από τα βασικότερα είναι ότι η ανεύθυνη ανάπτυξη έχει γυάλινα πόδια. Ότι η οικονομική ευημερία που χτίστηκε τις προηγούμενες δεκαετίες κατέρρευσε μέσα σε μερικούς μήνες, γιατί σε κάποιο σημείο της πορείας, προσπεράσαμε τις αξίες που κανονικά θα έπρεπε να υπηρετεί. Είναι τώρα στο χέρι μας να τις αποκαταστήσουμε.
Είναι στο χέρι των κυβερνήσεων να δημιουργήσουν από κοινού ένα αποτελεσματικότερο σύστημα εποπτείας και λογοδοσίας των χρηματαγορών. Να εφαρμόσουν γενναίες και ουσιαστικές πολιτικές για το περιβάλλον. Να επενδύσουν σε προγράμματα ενδυνάμωσης του τρίτου κόσμου.
Είναι στο χέρι των επιχειρήσεων, να ανακτήσουν την εμπιστοσύνη των κοινωνιών και με όχημα μια νέα αντίληψη για την Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη, να συμμετέχουν ενεργά στην ανάπτυξη της επόμενης μέρας. Μια ανάπτυξη βιώσιμη, υπεύθυνη, με θετικό αντίκτυπο στις ζωές όσο το δυνατόν περισσότερων ανθρώπων.
Είναι στο χέρι όλων μας να συνειδητοποιήσουμε την ευθύνη που φέρει ο καθένας μας, ως πολίτης και ως καταναλωτής. Και να διεκδικήσουμε με τη στάση και τη συμπεριφορά μας την ανάπτυξη και το μέλλον που θέλουμε.