COVID-19 & επενδύσεις σε τεχνολογίες IoT
Από Γιάννης Μουρατίδης
Οι τεχνολογίες IoT υποστηρίζουν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων με περισσότερα δεδομένα πραγματικού χρόνου, οπότε θα μπορούσαν να φέρουν σημαντικά οφέλη σε επιχειρήσεις που δέχονται τις απρόσμενες μεταβολές της πανδημίας.
Οι τεχνολογίες IoT υποστηρίζουν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων με περισσότερα δεδομένα πραγματικού χρόνου, οπότε θα μπορούσαν να φέρουν σημαντικά οφέλη σε επιχειρήσεις που δέχονται τις απρόσμενες μεταβολές της πανδημίας. Ωστόσο, η επένδυση στις τεχνολογίες αυτές απαιτεί κεφάλαια και για κάποιες επιχειρήσεις που αυτή την περίοδο αντιμετωπίζουν πιο βασικά ζητήματα, ίσως να ακούγεται σαν πολυτέλεια.
Τα ευχάριστα νέα για το οικοσύστημα των τεχνολογιών IoT, έρχονται από τον τομέα των τηλεπικοινωνιών, όπου οι πάροχοι υπηρεσιών φαίνεται ότι αρχίζουν να βάζουν στα μεσοπρόθεσμα σχέδια τους, επενδύσεις σε υποδομές 5G. Αν και η ανάπτυξη του 5G δεν αναμένεται να είναι αυτή που θα ήθελαν οι κατασκευαστές τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού, όπως άλλωστε έχει φανεί από τα τρέχοντα δεδομένα, θα δώσει ένα ένα επιπλέον κίνητρο σε επιχειρήσεις, οι οποίες μέχρι τώρα μπορούσαν να βασιστούν μόνο σε narrow band τεχνολογίες για να στηρίξουν έργα IoT.
Μέχρι και πριν την πανδημία, σημαντικός πελάτης για τις τεχνολογίες IoT ήταν κυρίως η βιομηχανία. Ίσως εδώ να γίνει κάποια παρεξήγηση, δεδομένου ότι οι τεχνολογίες IoT είναι συνδεδεμένες με το ευρύτερο οικοσύστημα τεχνολογιών που αναμένεται να δώσει ώθηση στην 4η βιομηχανική επανάσταση που αφορά σχεδόν όλους τους τομείς της αγοράς. Όμως εμείς θεωρούμε ότι αυτή καθαυτή η βιομηχανική παραγωγή θα μπορούσε να είναι για την Ελλάδα, ο πρωταγωνιστής σε επενδύσεις σε μεσοπρόθεσμο διάστημα.
Ενώ όμως η πανδημία δεν άλλαξε τις ανάγκες της βιομηχανίας σε αυτοματισμούς και ευέλικτες λήψεις αποφάσεων, έφερε στην επιφάνεια προβλήματα, για τα οποία οι επενδύσεις σε τεχνολογίες IoT δεν είναι η λύση. Η βιομηχανία τροφίμων για παράδειγμα, έχει αυτήν την περίοδο να επιλύσει πολύ σοβαρότερα προβλήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας, όπως για παράδειγμα η διακίνηση των προϊόντων, ώστε να θεωρεί προτεραιότητα, αν το μπουκάλι του εμφιαλωμένου νερού φτάνει στον προορισμό του στην ίδια ποιότητα με αυτή που είχε όταν βγήκε από τη γραμμή παραγωγής.
Ένα δεύτερο παράδειγμα θα μπορούσε να είναι η αεροπορική βιομηχανία, η οποία ενώ θα μπορούσε να πρωτοστατεί σε έργα IoT, παλεύει σε αυτήν τη φάση για την επιβίωση της, βασιζόμενη σε κρατικές ενέσεις οικονομικής στήριξης.
Έχουμε λοιπόν μια μετατόπιση αναγκών σε κάποιους επιχειρηματικούς τομείς, η οποία όμως δε σημαίνει μόνο τη μετάθεση των έργων IoT για αργότερα, αλλά αντιθέτως για κάποιους μπορεί να σημαίνει την επιτάχυνσή τους. Ένας από τους τομείς αυτούς είναι η βιομηχανία της υγείας, όπου αν κάποιοι επιχειρηματίες είχαν διαβάσει στην κρυστάλλινη σφαίρα τους τον ερχομό της πανδημίας και είχαν κάνει τις κατάλληλες επενδύσεις σε τεχνολογίες σχετιζόμενες με την 4η βιομηχανική επανάσταση, θα μπορούσαν τώρα να έχουν πολλαπλάσια έσοδα σε σχέση με αυτά που ήδη επιτυγχάνουν.
Προκειμένου να λειτουργήσει ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης, θα πρέπει ο παραγωγός να είναι έτοιμος να αυξομειώσει την προσφορά του ανάλογα με τη συζήτηση. Η πανδημία δημιούργησε τεράστια αύξηση στη ζήτηση ιατρικών υπηρεσιών, τις οποίες η βιομηχανία υγείας δεν ήταν έτοιμη να προσφέρει. Γιατροί και ιατρικά κέντρα έχασαν μεγάλο ποσοστό εν δυνάμει εσόδων, καθώς δεν είχαν τη δυνατότητα να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους εξ αποστάσεως. Στις ΗΠΑ, όπου η παροχή ιατρικών υπηρεσιών εξ αποστάσεως είναι σε πιο ώριμο στάδιο, εκτιμάται ότι πριν την πανδημία τα ραντεβού τηλεϊατρικής ήταν περίπου 36 εκατομμύρια ανά έτος, ενώ μετά την έναρξη της πανδημίας ο αριθμός τους έφτασε το 1 δισεκατομμύριο, αλλά και πάλι πολλοί ασθενείς δεν μπόρεσαν να εξυπηρετηθούν.
Οι τεχνολογίες IoT θα έπρεπε να είναι στην προτεραιότητα της βιομηχανίας τροφίμων
Μπορεί πολλοί από εμάς που ζούμε σε πόλεις να το έχουμε ξεχάσει, αλλά η ζωή της βιομηχανίας τροφίμων ξεκινά συνήθως σε ένα χωράφι ή μια φάρμα ζώων. Η συσκευασία, η μεταφορά στον έμπορο και από εκεί στον αγοραστή, είναι μετέπειτα στάδια, τα οποία όμως δεν μπορούν να υπάρχουν, αν υπάρχουν προβλήματα στην παραγωγή. Μπορεί εμείς να χαιρόμαστε όταν βλέπουμε την πόλη χιονισμένη, αλλά ο αγρότης ανησυχεί αν η καλλιέργεια του θα αντέξει στις χαμηλές θερμοκρασίες. Επομένως, ενώ οι μετεωρολογικές προβλέψεις για έναν μέσο κάτοικο της πόλης έχουν σημασία για να δει αν θα πάρει μαζί του ομπρέλα ή θα φορέσει πιο ζεστά ρούχα, για τον αγρότη είναι επιχειρηματικά δεδομένα.
Η υγρασία στο χωράφι, η σύσταση του εδάφους και η θερμοκρασία του περιβάλλοντος είναι στοιχεία που καθορίζουν την ποσότητα και την ποιότητα της παραγωγής του. Στη συλλογή αυτών των στοιχείων η συνδρομή τεχνολογιών IoT είναι πολύτιμη, γεγονός που μας κάνει να απορούμε γιατί ένα έργο εθνικής εμβέλειας που είχε στόχο την επένδυση σε αυτές τις τεχνολογίες καταργήθηκε και μέχρι στιγμής δεν έχει ανακοινωθεί κάποιο άλλο που θα έχει τους ίδιους στόχους.
Η εφαρμογή τεχνολογιών IoT στα στάδια που έπονται της πρωτογενούς παραγωγής απαιτεί πολύ μεγαλύτερες επενδύσεις κεφαλαίου, καθώς αφορά στην τοποθέτηση δισεκατομμυρίων αισθητήρων στα επιμέρους προϊόντα. Πρόκειται για ένα εγχείρημα που ξεκίνησε μαζί με την εμφάνιση της τεχνολογίας RFID, τουλάχιστον δύο δεκαετίες πριν και παρά το γεγονός ότι μεγάλοι λιανέμποροι, όπως η Walmart πίεσαν τους προμηθευτές τους να χρησιμοποιήσουν την τεχνολογία RFID, τελικά η αποδοχή της ήταν μακρά από την αναμενόμενη. Αν και η βασική αιτία ήταν το κόστος, δεν ήταν η μόνη. Σε πολλές περιπτώσεις, η τεχνολογία ήταν ανεφάρμοστη λόγω της φύσης των προϊόντων. Επίσης, ένα πρόβλημα που ανέκαθεν ταλανίζει τη βιομηχανία της τεχνολογίας, ήταν η διαφοροποίηση των λύσεων που πρότειναν διαφορετικοί κατασκευαστές, γεγονός που πολλές φορές ανάγκαζε έμπορο και προμηθευτή να πρέπει να δεσμευτούν με τον ίδιο κατασκευαστή.
Οι σύγχρονοι αισθητήρες έχουν λύσει αρκετά από τα παραπάνω προβλήματα, ενώ είναι αξιοσημείωτο ότι η τεχνολογία RFID παραμένει μια ενδιαφέρουσα επιλογή, δεδομένου ότι απαιτεί μηδενική ή ελάχιστη ενέργεια για τη λειτουργία της. Επίσης, η αξιοποίηση των public cloud υποδομών και η αφθονία επεξεργαστικής ισχύος σε συνδυασμό με ευφυείς αλγόριθμους είναι θετικές εξελίξεις, καθώς προσφέρουν λύσεις με χαμηλότερο λειτουργικό κόστος σε σχέση με το παρελθόν και μηδενικό στις περισσότερες περιπτώσεις κόστος κτήσης.
Θεωρητικά, η βιομηχανία τροφίμων έχει ανάγκη την τεχνολογία IoT για να βελτιώσει σημεία της εφοδιαστικής αλυσίδας, με στόχο τόσο τη μείωση του λειτουργικού κόστους, όσο και τη βελτίωση της εξυπηρέτησης των αγοραστών. Ωστόσο, στις τρέχουσες συνθήκες, με ένα μεγάλο ποσοστό του λιανεμπορίου, εξαιρουμένων των αλυσίδων τροφίμων, να παλεύει ακόμα και για την επιβίωση του, οι σκέψεις για επενδύσεις σε τεχνολογίες IoT ακούγονται περισσότερο σαν τις σκέψεις μιας σύγχρονης Μαρίας Αντουανέτα.
Εταιρείες-μεγαθήρια, όπως η Amazon και η Walmart, έχουν όλη την άνεση να επενδύσουν σε αυτές τις τεχνολογίες και να δημιουργήσουν ακόμα μεγαλύτερο χάσμα από τον ανταγωνισμό τους, το οποίο σε αυτήν τη φάση φαίνεται πολύ δύσκολο να γεφυρωθεί. Λίγες μέρες πριν γράψουμε αυτό το άρθρο, η Amazon είχε ανακοινώσει ότι θα αγοράσει 16 αεροπλάνα για να καλύψει τις αυξημένες ανάγκες των αγοραστών της, ενώ την ίδια περίοδο, οι ελληνικές εταιρείες λιανεμπορίου, επένδυαν σε συνεργασίες με «παπάκια» εταιρειών delivery και έστελναν παράνομα τα προϊόντα στους αγοραστές με ταξί. Ίσως μια φωτεινή χαραμάδα για τους μικρομεσαίους λιανέμπορους, είναι η αξιοποίηση τεχνολογιών IoT στοχευμένα σε κάποια σημεία της εφοδιαστικής αλυσίδας, όπου οι πιθανότητες για μια γρήγορη απόσβεση της επένδυσης είναι μεγάλη.
Το Ταμείο Ανάκαμψης και οι ευφυείς δημόσιες υποδομές
Σύμφωνα με λεγόμενα της κυβέρνησης, τα οποία βασίζονται στην γενναιοδωρία των κεντρικών τραπεζών, λεφτά υπάρχουν. Οπότε το ερώτημα είναι πως μπορούν να αξιοποιηθούν ώστε να αφήσουν το καλύτερο δυνατό αποτύπωμα. Τα μέχρι τώρα δεδομένα από επενδύσεις σε τεχνολογίες IoT δεν είναι ενθαρρυντικά.
Μεγάλα έργα, όπως η ανανέωση των δημόσιων φωτιστικών σωμάτων με λάμπες LED, ενώ είχαν αρχικά ενταχθεί στις ευφυείς πόλεις, τελικά βασίστηκαν σε προϊόντα που δεν ενσωματώνουν τον απαραίτητο εξοπλισμό για σύνδεση στο Internet. Αν δηλαδή μια λάμπα δε λειτουργεί σωστά ή ο Δήμος θέλει να διαμορφώσει το πλάνο φωτισμού δυναμικά, δεν υπάρχει η δυνατότητα. Αυτό φυσικά σημαίνει αυξημένο κόστος συντήρησης και περιορίζει τις δυνατότητες μείωσης της κατανάλωσης ενέργειας.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τους φωτεινούς σηματοδότες, οι οποίοι ενώ αλλάζονται με πιο οικονομικούς, δεν υπάρχει μέριμνα για ένα σύστημα τεχνητής ευφυΐας, το οποίο θα μπορούσε να μεταβάλλει δυναμικά το «πράσινο» και το «κόκκινο» προς διευκόλυνση της κυκλοφορίας, ενώ παράλληλα θα ήταν και σημαντική η μείωση κατανάλωσης καυσίμων από άσκοπες αναμονές στα «κόκκινα» που σταματούν την κίνηση.
Και όπως ήδη αναφέραμε, δεν υπάρχει κάποια ενημέρωση από την πλευρά της κυβέρνησης για τη δημιουργία ενός εθνικού συστήματος αισθητήρων, με καλύτερες προδιαγραφές από αυτές της μελέτης του έργου που ήταν στα σκαριά και καταργήθηκε, το οποίο θα βελτίωνε την αγροτική παραγωγή της χώρας που κατά γενική ομολογία είναι ένας σημαντικός εθνικός πόρος.
Η αισιόδοξη σκέψη θα μπορούσε να είναι ότι ακόμα δεν έχουμε δει τις προτάσεις που αφορούν την απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Ενδεχομένως, σε αυτές να βρίσκονται κάποιες που θα βελτιώσουν τα παραπάνω έργα, χωρίς, όπως έχει γίνει δεκάδες φορές στο παρελθόν, να απαξιωθεί ο παλιός εξοπλισμός για να χρησιμοποιηθεί αυτός που υπήρχε πριν επιλεγεί αυτός που χρησιμοποιήθηκε.
Βιομηχανία και predictive maintenance
Ίσως, η πιο αισιόδοξη προσδοκία για την αξιοποίηση τεχνολογιών IoT στη Ελλάδα, είναι ο τομέας του predictive maintenance. Πριν μερικά χρόνια σε συζήτηση που είχαμε με τον Roberto Κούστα, Founder και CEO της Deepsea Technologies, μας εξηγούσε πώς η ανάλυση δεδομένων που προέρχονταν από αισθητήρες σε ένα εμπορικό πλοίο, μπόρεσε να προβλέψει μια επερχόμενη βλάβη, η οποία θα έστελνε το πλοίο για αρκετούς μήνες στο ναυπηγείο και θα κόστιζε στην πλοιοκτήτρια εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια για επισκευές, χωρίς να υπολογίζεται η απώλεια εσόδων λόγω ακινησίας. Οι μηχανές συχνά προειδοποιούν πριν αστοχήσουν.
Οι μάστορες είχαν στο παρελθόν την ευαισθησία να ακούν αυτές τις προειδοποιήσεις και να λαμβάνουν τα μέτρα τους. Σήμερα, η αυτοματοποίηση, αλλά και η εξαφάνιση των «μαστόρων», δημιουργούν την ανάγκη πρόβλεψης από ευφυή συστήματα που μπορούν να διαχειρίζονται μεγάλες ποσότητες δεδομένων και σε συνδυασμό με τις προδιαγραφές λειτουργίας μιας μηχανής να διαισθάνονται μια πιθανή αστοχία.
Ο αντίλογος για το predictive maintenance θα μπορούσε να εστιάζει στο maintenance on schedule. Ακόμα όμως και αγνοήσουμε το γεγονός ότι πολύ λίγες είναι οι βιομηχανίες που μπορούν να ανεχτούν το κόστος της τακτικής συντήρησης, θα υπάρξουν φορές που κάποιο εξάρτημα θα παραδώσει το πνεύμα, πριν τον τακτικό έλεγχο ή θα έχει πολλές ώρες ζωής ακόμα, ενώ εμείς πάμε να το παροπλίσουμε.
Οι βιομηχανίες που λόγω της πανδημίας βρίσκονται στο peak της παραγωγικής τους δραστηριότητας, έχουν μεγαλύτερο κίνητρο να επενδύσουν σε λύσεις predictive maintenance, καθώς ακόμα και μια διακοπή λίγων ημερών στη λειτουργία μιας μηχανής, θα μπορούσε να τους κοστίσει περισσότερα από το κόστος επένδυσης που θα είχαν κάνει για να την αποφύγουν.
Ποια πλατφόρμα είναι η πιο κατάλληλη;
Σε μια μελέτη της McKinsey σχετικά με τις πλατφόρμες IoT, διαβάζουμε το εξής: «Στις περισσότερες ώριμες αγορές, συνήθως υπάρχουν δύο κυρίαρχες πλατφόρμες. Για παράδειγμα στις εφαρμογές για φορητές συσκευές, ένας developer έχει καλύψει σχεδόν το 100% αν αναπτύξει μια εφαρμογή σε Android και iOS. Στο χώρο του gaming, Playstation και Xbox μοιράζονται επίσης σχεδόν το 100% της αγοράς. Όμως στον τομέα του IoT, ακόμα οι πλατφόρμες είναι περισσότερες από τα Things». Ο συντάκτης έχει υπερβάλει αρκετά, αλλά η πραγματικότητα δεν είναι στο αντίθετο άκρο. Αν ρίξει κάποιος μια ματιά στο Crunchbase θα διαπιστώσει ότι υπάρχουν περισσότερες από 100 πλατφόρμες για IoT εφαρμογές, στις οποίες έχουν επενδύσει venture capitals. Και φυσικά σε αυτές δεν περιλαμβάνονται οι μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας, όπως οι Microsoft, ΙΒΜ και SAP.
Η λογική λέει ότι μεσοπρόθεσμα πολλά από τα στοιχεία που συνθέτουν αυτές τις πλατφόρμες θα περιοριστούν και επομένως, οι ειδοποιοί διαφορές, ενδεχομένως και οι πλατφόρμες, θα λιγοστέψουν. Μέχρι τότε, η εξειδίκευση κάθε πλατφόρμας δεν είναι απαραίτητα κάτι αρνητικό, εφόσον ο προμηθευτής της έχει φροντίσει να προσφέρει γέφυρες επικοινωνίας με άλλες πλατφόρμες και να διευκολύνει τη φορητότητα. Το χειρότερο πρόβλημα για μια επιχείρηση δεν είναι να διαπιστώσει ότι έκανε λάθος επιλογή, αλλά ότι χρειάζεται να χτίσει τα πάντα από το μηδέν για να απεγκλωβιστεί από το λάθος της.