Διασφάλιση πληροφοριών βιώσιμης ανάπτυξης

Των Δημήτρη Αποστολίδη, Eπιβλέποντα Ανώτερου Συμβούλου Υπηρεσιών Κλιματικής Αλλαγής και Βιώσιμης Ανάπτυξης της KPMG και Τίνας Πασσαλάρη, Διευθύντριας Υπηρεσιών Κλιματικής Αλλαγής και Βιώσιμης Ανάπτυξης της KPMG,

Τα τελευταία χρόνια η δημοσίευση απολογισμών βιώσιμης ανάπτυξης κερδίζει διαρκώς υποστηρικτές στον επιχειρηματικό χώρο, τάση που παρατηρείται τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο όσο και στην Ελλάδα. Παράλληλα, η ανάγκη των εταιρειών να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των ενδιαφερομένων μερών για την επιβεβαίωση της αξιοπιστίας των δημοσιευμένων στοιχείων συνέτεινε στην ώθηση και εξέλιξη των υπηρεσιών διασφάλισης πληροφοριών βιώσιμης ανάπτυξης. Η ανάπτυξη σχετικών προτύπων, όπως του Διεθνούς Προτύπου Εργων Διασφάλισης 3000 (ISAE 3000) και του Προτύπου AA1000 Assurance Standard (AA1000AS) κωδικοποίησε την υλοποίηση των έργων διασφάλισης και προσέφερε ένα σημαντικό μέτρο αξιολόγησης για τους αγοραστές της υπηρεσίας, σε μία αγορά, η οποία κατακλύζεται από πλήθος φορέων με διαφορετικές – αλλά όχι πάντα τις κατάλληλες – επιχειρησιακές ικανότητες και εξειδίκευση.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα πρόσφατης μελέτης της εταιρείας Verdandix, διαφαίνεται ότι οι επιχειρήσεις επιλέγουν να προχωρήσουν στη διασφάλιση μέρους ή του συνόλου των στοιχείων βιώσιμης ανάπτυξης που δημοσιοποιούν από εξειδικευμένες εταιρείες κυρίως για τους παρακάτω λόγους:
  • Για να προσθέσουν αξιοπιστία στην πληροφόρηση που παρέχεται στα εκτός της εταιρείας ενδιαφερόμενα μέρη.
  • Για να μειώσουν τον κίνδυνο δυσφήμισης της εταιρείας σε σχέση με τη δημοσιοποίηση στοιχείων και σχετικών δηλώσεων.
  • Για να θέσουν σε δοκιμή και έλεγχο – από κάποιον εξειδικευμένο και ανεξάρτητο φορέα – τα συλλεχθέντα στοιχεία και τις υφιστάμενες διαδικασίες με σκοπό τη βελτίωση της διαχείρισης θεμάτων βιώσιμης ανάπτυξης και την εξασφάλιση ορθότερων πληροφοριών για τη λήψη αποφάσεων από τη διοίκηση της εταιρείας.
  • Για να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις συμμόρφωσης με το ρυθμιστικό πλαίσιο.
Αντίστοιχα, τα βασικότερα κριτήρια επιλογής του φορέα για τη διασφάλιση του απολογισμού ή επιμέρους στοιχείων βιώσιμης ανάπτυξης, που η κάθε επιχείρηση θέτει ως προϋπόθεση για τη συγκεκριμένη συνεργασία, είναι:
  • Η εμπειρία του φορέα στα πρότυπα διασφάλισης ISAE 3000 και AA1000AS, η οποία είναι απαραίτητη για την ποιοτική διασφάλιση των εργασιών που εκτελεί, για την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας του από το αντικείμενο που ελέγχει καθώς και για τη διασφάλιση της ακεραιότητας, αντικειμενικότητας, εμπιστευτικότητας, επαγγελματικής επάρκειας και συμπεριφοράς του.
  • Η τεχνογνωσία και εξειδίκευση του φορέα σε θέματα βιώσιμης ανάπτυξης, σε διεθνές και τοπικό επίπεδο. Η δυνατότητα του φορέα να συνθέσει την κατάλληλη ομάδα επαγγελματιών, ώστε να καλυφθούν όλα τα θεματικά πεδία του αντικειμένου με το προσήκον εξειδικευμένο προσωπικό, αποτελεί σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Ομάδες που αποτελούνται από έμπειρους επαγγελματίες, οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα να καλύπτουν πολλαπλές πτυχές της επιχείρησης κατανοώντας διαφορετικά τεχνικά αντικείμενα (χρηματοοικονομικά και μη), να αντιλαμβάνονται τις αλληλοσυνδέσεις των πληροφοριών και τη συνάφειά τους με το επιχειρηματικό μοντέλο του εκάστοτε οργανισμού, έχουν τη δυνατότητα να παρέχουν υπηρεσίες προστιθέμενης αξίας.
Φαίνεται λοιπόν πως η απόφαση των εταιρειών για το αν και πόσο θα επενδύσουν σε χρόνο και χρήμα στη διασφάλιση πληροφοριών ή απολογισμών βιώσιμης ανάπτυξης είναι σύνθετη και ουσιαστικά αποτελεί τη συνισταμένη των διαφόρων δυνάμεων που ασκούνται στην επιχείρηση κατά τη χρονική στιγμή της επιλογής. Ενδεικτικά επηρεάζεται από το νομοθετικό πλαίσιο (το οποίο, αναφορικά με τη διασφάλιση απολογισμών, δεν υφίσταται στην Ελλάδα), την εσωτερική δυναμική της εταιρείας (κουλτούρα, στρατηγική), τις εκάστοτε εξωτερικές επιρροές και τάσεις κ.ά. Συχνά, εταιρείες που επιχειρούν να διασφαλίσουν για πρώτη φορά απολογισμούς εταιρικής υπευθυνότητας επιλέγουν φορείς κυρίως με οικονομικά κριτήρια, αγνοώντας τόσο τα κριτήρια καταλληλότητας των φορέων όσο και τη διαφοροποίηση μεταξύ των υπηρεσιών διασφάλισης και επαλήθευσης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να καλύψουν βραχυπρόθεσμα τις ανάγκες κάποιων «άπειρων» ή και λιγότερο απαιτητικών ενδιαφερομένων μερών, αλλά να μην είναι σε θέση να καρπωθούν τα αναμενόμενα προαναφερθέντα οφέλη, τα οποία θα τους οδηγήσουν πρακτικά στη βελτίωση της επίδοσής τους.

Οι επενδυτές, αναγνωρίζοντας τις θετικές επιπτώσεις των στρατηγικών βιώσιμης ανάπτυξης στην επιχειρηματική επίδοση των εταιρειών, αναμένεται να στραφούν στην αξιολόγηση μη χρηματοοικονομικών στοιχείων, τα οποία θα πρέπει να είναι επαρκώς ελεγμένα, όπως γίνεται σήμερα με τις οικονομικές καταστάσεις. Ακολούθως, οι χρηματιστηριακές Αρχές ενδέχεται να ενθαρρύνουν την ενσωμάτωση συγκεκριμένων δεικτών βιώσιμης ανάπτυξης στις υποχρεωτικές εκθέσεις των εισηγμένων εταιρειών. Τα ανωτέρω, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη των ενιαίων απολογισμών (integrated reporting), θα σηματοδοτήσουν την ενίσχυση των απαιτήσεων για τακτική και αξιόπιστη πληροφόρηση μη χρηματοοικονομικών στοιχείων, οπότε και την επιτακτική ανάγκη για ολοκληρωμένες υπηρεσίες διασφάλισης.

Πηγή: «ΚΕΡΔΟΣ».


<BACK

ΠΕΡΗΦΑΝΟΙ ΓΙΑ ΤΑ ΜΕΛΗ & ΤΙΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΕΣ ΜΑΣ